υαλοειδής

υαλοειδής
ης, ες стекловидный; прозрачный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υαλοειδής" в других словарях:

  • ὑαλοειδής — like glass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

  • υαλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που μοιάζει με γυαλί, ο διαφανής σαν το γυαλί. 2. το ουδ. ως ουσ., υαλοειδές διαφανές και σφαιροειδές σώμα πίσω από το φακό του ματιού, που κατέχει τα δύο τρίτα της κοιλότητας του βολβού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑαλοειδῆ — ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑαλοειδής like glass masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδεῖ — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδές — ὑαλοειδής like glass masc/fem voc sg ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδοῦς — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδέες — ὑαλοειδής like glass masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • υαλίνωση — η, Ν ιατρ. υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalinosis (< υάλινος)] …   Dictionary of Greek

  • υαλινοποίηση — η, Ν ιατρ. υαλίνωση, υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. hyalinization < hyaline (< υάλινος) + κατάλ. ization, η οποία αποδόθηκε στην Ελληνική με το ποίηση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»